- ψωμί
- το / ψωμίον, ΝΜΑ, και ψωμίν Μζύμη από αλεύρι, νερό και αλάτι, που ψήνεται στον φούρνο και αποτελεί την κυριότερη τροφή τού ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ)νεοελλ.1. (κατ' επέκτ.) τροφή, φαγητό2. (γενικά) τα αναγκαία για τη ζωή («δουλεύει για το ψωμί του»)3. φρ. α) «βγάζω το ψωμί μου» — κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσωβ) «λίγα είναι τα ψωμιά του» — δεν θα ζήσει για πολύ ακόμηγ) «θα φάει πολλά ψωμιά ακόμη» — θα ζήσει ή θα περιμένει πολύ ακόμηδ) «αυτή η δουλειά έχει [πολύ] ψωμί» — η δουλειά αυτή είναι σίγουρη ή αποφέρει μεγάλα κέρδηε) «φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι» — έχουμε ζήσει πολλά μαζί, είμαστε φίλοι από παλιάστ) «ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη» — βλ. ραπανάκιζ) «έφαγε τα ψωμιά του» — βλ. τρώγω.αρχ.μπουκιά ή κομμάτι ψωμιού.
Dictionary of Greek. 2013.